ναυαγός < από τις λέξεις ναυς, πλοίο, και άγνυμι, θραύω.
Ουσιαστικό
ναυαγός αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός που βρέθηκε στη θάλασσα ή σε κάποια άγνωστη ξηρά μετά το ναυάγιο του πλοίου στο οποίο επέβαινε
- (μεταφορικά) αυτός που απέτυχε στη ζωή και έχει μείνει μόνος και αβοήθητος
Απόσπασμα από το βιβλίο της
Αμάντα Μιχαλοπούλου , "Ο Ισίδωρος και ο ναυαγός", σε εικονογράφηση Σοφίας Τουλιάτου, εκδόσεις Πατάκη.
Διαβάζει ο ηθοποιός Γιάννης Χαρίσης
Ροβινσώνας Κρούσος
More presentations from educational presentations