ναυαγός < από τις λέξεις ναυς, πλοίο, και άγνυμι, θραύω.

Ουσιαστικό

ναυαγός αρσενικό ή θηλυκό

  1. αυτός που βρέθηκε στη θάλασσα ή σε κάποια άγνωστη ξηρά μετά το ναυάγιο του πλοίου στο οποίο επέβαινε
  2. (μεταφορικά) αυτός που απέτυχε στη ζωή και έχει μείνει μόνος και αβοήθητος 

Απόσπασμα από το βιβλίο της
Αμάντα Μιχαλοπούλου , "Ο Ισίδωρος και ο ναυαγός", σε εικονογράφηση Σοφίας Τουλιάτου, εκδόσεις Πατάκη.
Διαβάζει ο ηθοποιός Γιάννης Χαρίσης 

Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε